ηδυγνώμων

ηδυγνώμων
ἡδυγνώμων, -ύγνωμον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' ἡδυγνώμων ἐν θεοῑς τετίμηται», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχο-γνώμων, ευ-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡδυγνώμων — of pleasant mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ηδυσώματος — ἡδυσώματος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. τού ἡδυγνώμων*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + σώματος (< σώμα), πρβλ. α σώματος, φιλο σώματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”